sözlük Yunan - İtalyan

ελληνικά - italiano

μαχαιροπίρουνα İtalyancada:

1. posate posate



İtalyan kelime "μαχαιροπίρουνα"(posate) kümelerde oluşur:

Μαγειρικά σκεύη στα ιταλικά