sözlük Yunan - Çin

ελληνικά - 中文, 汉语, 漢語

ηλικία Çince:

1. 年龄 年龄



Çinli kelime "ηλικία"(年龄) kümelerde oluşur:

Προσωπικά δεδομένα στα κινέζικα