sözlük Yunan - Çin

ελληνικά - 中文, 汉语, 漢語

καμινάδα Çince:

1. 烟囱 烟囱



Çinli kelime "καμινάδα"(烟囱) kümelerde oluşur:

Λεξιλόγιο για το καθιστικό στα κινέζικα