sözlük Lehçe - Yunan

język polski - ελληνικά

prawda Yunanca:

1. αλήθεια


Αυτός είμαι εγώ - ο δειλός ανήμπορος να συλλέξει το κουράγιο του και να μάθει την αλήθεια.
Θα σου πω την αλήθεια.

Yunan kelime "prawda"(αλήθεια) kümelerde oluşur:

μάθημα Νοεμβρίου
Słowniczek VIII

2. η αλήθεια



Yunan kelime "prawda"(η αλήθεια) kümelerde oluşur:

grecki, rzeczowniki, z p. Ludmila