sözlük Lehçe - Yunan

język polski - ελληνικά

ty Yunanca:

1. εσείς



Yunan kelime "ty"(εσείς) kümelerde oluşur:

Greckie wakacje

2. εσύ


Παρόλο που εσύ είσαι εντάξει μ'αυτό, κανείς άλλος δεν θα το δεχτεί. Θα με μαλώσουν μετά άρα...

Yunan kelime "ty"(εσύ) kümelerde oluşur:

Lekcja 1 - słówka i zwroty