sözlük Romen - Yunan

limba română - ελληνικά

Laş Yunanca:

1. Δειλός Δειλός


Αυτός είμαι εγώ - ο δειλός ανήμπορος να συλλέξει το κουράγιο του και να μάθει την αλήθεια.