sözlük Türk - Yunan

Türkçe - ελληνικά

Zincir Yunanca:

1. αλυσίδα αλυσίδα



Yunan kelime "Zincir"(αλυσίδα) kümelerde oluşur:

Τα μέρη του ποδηλάτου στα τουρκικά