sözlük Çin - Yunan

中文, 汉语, 漢語 - ελληνικά

可笑 Yunanca:

1. αστείος αστείος



Yunan kelime "可笑"(αστείος) kümelerde oluşur:

Επίθετα προσωπικότητας στα κινέζικα